Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

Όταν ήμουν παιδί, τα καλοκαίρια...

Τα παιδικά μου καλοκαίρια ήταν άπειρες ώρες παιχνιδιού κάτω από το σπίτι μου. Κρυφτό και μήλα έδιναν και έπαιρναν μέχρι τελικής πτώσης. Και μετά αράζαμε στην κολόνα της ΔΕΗ, λέγαμε και ακούγαμε του κόσμου τα παραμύθια, τα ψέματα των μεγαλύτερων και ένα σωρό μύθους, θρύλους και θεωρίες συνωμοσίας. "Τα αστέρια δεν τα δείχνεις γιατί μετά σου κολλάνε στο δάχτυλο"...

Αρχές Ιουλίου κάναμε το επικό πάρτυ γενεθλίων (3 μέρες διαφορά με τον αδελφό μου) όπου μαζευόταν μόνο το σόι - πού να βρεις τους συμμαθητές καλοκαιριάτικα, και πάντα μα πάντα μας έκαναν μόνο "καλοκαιρινά" δώρα. Μπορούσαμε να εφοδιάσουμε όλη τη γειτονιά με κουβαδάκια, φτυαράκια και λοιπά θαλασσινά σύνεργα. Αμέσως μετά ξεκινούσαν οι καλοκαιρινές διακοπές. Πάντα με σκηνή και πάντα σε κάποιο άγνωστο, χαμένο από τον κόσμο και τον πολιτισμό μέρος. Φορτώναμε το φορτηγό κάθε λογής προμήθειες: βαρέλια για να τα γεμίζουμε με πόσιμο νερό, ψυγείο που δούλευε με υγραέριο, χημική τουαλέτα, αυτοσχέδια ντουζιέρα...
Παρέα είχαμε σπάνια μαζί μας. Γνωρίζαμε παιδιά εκεί, ζηλεύαμε που αυτοί είχαν τροχόσπιτο ή παινευόμασταν που εμείς κάναμε την ανάγκη μας σε κανονική τουαλέτα και όχι πίσω από τους θάμνους. Μερικές φορές φυλάγαμε και τσίλιες γιατί μας έμπαιναν υπόνοιες ότι την χρησιμοποιούσαν κι άλλοι.
Το πρωί είχε θάλασσα και διαγωνισμούς. Ποιος δεν κώλωνε να πιει θαλασσινό νερό; Ποιος έφτανε "ως εκεί" με μακροβούτι; Βγαίναμε από το νερό μόνο όταν μελανιάζανε τα χείλια μας και μόνο αν φαινόταν ως την ακτή που στέκονταν όρθιες οι μανάδες μας και με το χέρι στο μέτωπο φώναζαν εδώ και ώρα.

Το μεσημέρι ήταν ιερό. Οι πατεράδες πάντα έπρεπε να κοιμηθούν κι εμείς να διαδόσουμε τις φήμες και τα παραμύθια που είχαμε μάθει από τους φίλους στην Αθήνα. Το μαγιό δεν το βγάζαμε, παπούτσια δε βάζαμε, μπάνιο με σαπούνι κάναμε μια φορά την εβδομάδα, το μαλλί τζίβα από τη δεύτερη μέρα.
Και μόλις ερχόταν το απόγευμα και σταματούσε να καίει ο ήλιος, πάλι στη θάλασσα. Πάλι διαγωνισμοί, φωνές και άπειρες αναλύσεις αν τα μπάνια μετράνε με τις μέρες ή με τις φορές που πηγαίναμε στη θάλασσα. Καινούριοι διαγωνισμοί: ποιος μπορεί να περπατήσει πάνω στο χαλίκι ξυπόλητος; Ποιος αντέχει να πατήσει την καυτή άσφαλτο (άμα είχε, συνήθως δεν είχε) ξυπόλητος χωρίς να τρέξει;

Και όταν ερχόταν η μέρα να φύγουμε, πώς μας βρωμούσε η εξάτμιση του φορτηγού. Γκρινιάζαμε και ο πατέρας μου μας μάλωνε "στην Αθήνα δε σας βρωμάει;".
Και αμέσως μετά, με μια μικρή στάση στην Αθήνα (για πλύσιμο ρούχων και εκπολιτισμό - έπρεπε να ξαναμάθουμε να φοράμε παπούτσια και ρούχα), βουρ για το χωριό.

Ο Αύγουστος ήταν στο χωριό. Πάντα. Τακτικοί στο ραντεβού με τα ξαδέλφια/ανήψια που έμεναν μόνιμα εκεί και τα ξαδέλφια που έρχονταν από την Αθήνα.
Αυτοσχέδια σπαθιά με τα παλιόξυλα που περίσσευαν από την οικοδομή. Ατέλειωτες ώρες παρακάλια να πείσουμε τον πατέρα μου και το θείο μου πως μας χρειάζονταν βοηθούς για να χτίσουν τον πάνω όροφο του σπιτιού. Μόνιμος φόβος των γονιών μας πότε θα βρούμε σκορπιό κάτω από την πέτρα που σηκώσαμε...
Σκαρφαλώναμε από τα βράχια για να κόψουμε δρόμο και να φτάσουμε πιο γρήγορα στην αυλή του σχολείου που είχαμε δώσει ραντεβού με τους άλλους. Φτάναμε καταγρατζουνισμένοι και ακούγαμε τη φωνή της μάνας μας που φώναζε από το σπίτι αν φτάσαμε κι αν είμαστε καλά. Δίπλα στο σχολείο το καφενείο. Πληρώναμε για να πιούμε ένα ποτήρι νερό (πολύτιμο μέχρι το '90 αν όχι και πιο μετά) και η Σούλαινα, η γυναίκα του ιδιοκτήτη, με κοιτούσε πάντα με μισό μάτι γιατί φορούσα παντελόνια και όχι φούστα.

Το μεσημέρι τρώγαμε βιαστικά με μετά τρέχαμε να κρυφτούμε από τη θεία που μας φόρτωνε πάντα να κρατάμε τη μικρή. Φτιάχναμε ιστορίες και τις παίζαμε επιτόπου. Πάντα έλειπε ο αδελφός μου γιατί τον είχαμε κηρύξει ανεπιθύμητο επειδή μιλούσε στην ξαδέλφη μου - μεγάλη προδοσία: αφού τη μισούσε ο αδελφός της, έπρεπε να τη μισούμε όλοι!
Το απόγευμα βόλτες στους θείους στον "κάμπο", ναρκωνόμασταν από τις κουβέντες που ακούγαμε και δεν καταλαβαίναμε, βόλτα στο ποτάμι με διαρκείς υπενθυμίσεις "προσοχή, γλιστράει!".

Και μετά ερχόταν το πανηγύρι του Άη Γιάννη. Έστελναν τα κορίτσια να καθαρίσουν την εκκλησία, τα αγόρια πάλευαν με τη σκόνη στην αυλή της και οι ντόπιοι ξάδελφοι μάς τρομοκρατούσαν με ιστορίες για το νεκροταφείο που ήταν δίπλα και φάνταζε εγκαταλελειμμένο. 2 μέρες αγορά όπου γκρινιάζαμε για να μας αγοράσουν κάθε λογής σαβούρα, ο αδελφός μου έπαιρνε πάντα όπλο με βελάκια και πάντα τα έχανε από την πρώτη μέρα στη σκεπή του σπιτιού. Την τρίτη μέρα ήταν το φαγοπότι. Αρνιά ολόκληρα σε χασαπόχαρτο, κουτάκια μπύρες κερασμένα από όλους προς όποιον έμπαινε στην τέντα, ανοιγμένα για να δείξουν οι μεγάλοι ότι δέχονται την προσφορά και μετά αφημένες στην άκρη. Πόσες είχαμε πιει στη ζούλα... Και μετά οι παραγγελιές. Πεντοχίλιαρα κολλημένα στα μέτωπα των οργανοπαικτών, το κλαρίνο να σου τρυπάει το είναι σου όχι μόνο τα τύμπανα, ο πατέρας μου με τα ξαδέλφια του να κυλιέται στη σκόνη χορεύοντας το "Πώς το τρίβουν το πιπέρι" κι εμείς να πέφτουμε από τις καρέκλες μας από τα γέλια.